γνωμη των είδίκων
19
έργα που αναζητούν χρηματοδότηση είναι μακροπρόθεσμα και
θα ήταν λάθος να χρηματοδοτούνται με κεφάλαια που μπορεί
να ζητηθεί να επιστραφούν σύντομα.
Φανταστείτε δηλαδή η χρηματοδότηση της κατασκευής
ενός εργοστασίου να έληγε σε ένα τρίμηνο. Η επιχείρηση θα
ήταν αναγκασμένη να βρίσκεται σε μια μόνιμη αναζήτηση
των απαραίτητων κεφαλαίων καθώς δεν θα υπήρχε καμιά
εξασφάλιση ότι με τη λήξη του δανείου θα υπήρχε και αυτόματη
ανανέωση. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο συνδυασμός της
χρήσης ξένων κεφαλαίων (επαναλαμβάνω των κεφαλαίων
των καταθετών) με τη χρονική διαφοροποίηση στις διάρκειες
καταθέσεων και χορηγήσεων απαιτεί συνεχή παρακολούθηση,
μεγάλη προσοχή αλλά και διαρκή πρόσβαση σε κεφάλαια από
την πλευρά των τραπεζών.
Αυτή η συνεχής πρόσβαση σε κεφάλαια δεν βρίσκεται
αλλού παρά στην αγορά χρήματος, εθνική, ευρωπαϊκή
και παγκόσμια. Όμως και εδώ η επάρκεια ιδίων κεφαλαία
διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Δηλαδή η συμμετοχή στις
αγορές χρήματος, όπου οι τράπεζες δανείζουν και δανείζονται,
δε νομοθετείται αλλά εξασφαλίζεται μέσα από την «ασφάλεια»
που εμπνέει ο ισολογισμός της κάθε μιας.
Τι γίνεται λοιπόν όταν τα ίδια κεφάλαια είναι εξαιρετικά
περιορισμένα; Τι γίνεται όταν η πιστοληπτική διαβάθμιση
είναι χαμηλή; Πως εξασφαλίζει ένας οργανισμός ρευστότητα
όταν αμφισβητείται η μεσοπρόθεσμη – καμιά φορά και
βραχυπρόθεσμη – υπόσταση του; Πολύ απλά δεν τα
καταφέρνει. Βρίσκεται εκτός χρηματαγοράς και υποστηρίζεται,
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από το ευρωσύστημα. Κατά
συνέπεια η διαθέσιμη ρευστότητά του είναι περιορισμένη στην
απολύτως απαραίτητη. Η κεντρική τράπεζα δεν χρηματοδοτεί
την πιστωτική επέκταση αλλά εξασφαλίζει την ισορροπία του
συστήματος.
Από την άλλη πλευρά, η σημερινή κατάσταση
με την υποτίμηση των τραπεζών είναι εύλογη διότι οι
ανακεφαλαιοποιήσεις δεν έχουν ολοκληρωθεί και δεν είναι
εφικτή η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης. Για παράδειγμα,
αν μια τράπεζα αυξήσει τα κεφάλαια της κατά 1 δισ. ευρώ τότε
αυτό της προσδίδει αξία μακροπρόθεσμα, καθώς αυξάνεται
ο δείκτης κεφαλαιακής της επάρκειας. Και η ρευστότητα θα
αρχίσει να επιστρέφει μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων καθώς
θα επιτρέψει στις τράπεζες να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση
στις χρηματαγορές (δηλ. τη διεθνή διατραπεζική). Αργότερα,
οι τράπεζες θα είναι δυνατόν να απευθυνθούν και στις αγορές
κεφαλαίου.
Σήμερα, οι επενδυτές ανησυχούν για την βιωσιμότητα
των τραπεζών, γι αυτό και εκείνες αποτιμώνται αθροιστικά
κάτω από 3 δισ. ευρώ, αν και έχουν λάβει κάποια από τα
χρήματα της ανακεφαλαιοποίησης. Όμως, σε αυτές τις τιμές,
δεν αποτιμάται σήμερα καθόλου το όνομα, η φήμη, το δίκτυο,
η πελατειακή βάση. Οι τράπεζες λοιπόν θα λάβουν τα χρήματα
της ανακεφαλαιοποίησης και μέχρι τότε θα αποκτήσουν
πρόσβαση και στα χρήματα άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών
(μέσω της διεθνούς διατραπεζικής) οι οποίες σήμερα, δεν
έχουν εμπιστοσύνη και έχουν σταματήσει να τις δανείζουν.
Ταυτόχρονα, όμως, εφόσον το κλίμα στην οικονομία
βελτιώνεται, και η ύφεση αρχίσει να υποχωρεί, οι επιχειρήσεις
και νοικοκυριά αναμένεται να προχωρήσουν σε μερική
τουλάχιστον εξυπηρέτηση των δανείων τους. Ο δείκτης
μη εξυπηρετούμενων δανείων που είναι τώρα σε μερικές
συμβάσεις ακόμα και στο 24% θα αρχίσει να υποχωρεί και αν
αυτό γίνει κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, θα αλλάξει άρδην η
σημερινή εικόνα καθώς η επίπτωση τόσο στα ίδια κεφάλαια
όσο και στην κερδοφορία θα είναι μεγάλη. Βεβαίως, βασικές
προϋποθέσεις για τις τράπεζες είναι ο ξεκάθαρος σχεδιασμός
από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης. Επίσης, υπάρχει
περίπτωση να εμφανιστούν ιδιώτες επενδυτές με ενδιαφέρον
να εξαγοράσουν νωρίτερα την συμμετοχή του ΤΧΣ σε ορισμένες
τράπεζες. «Οδηγός» για τις τράπεζες θα είναι και η πορεία της
αύξησης κεφαλαίου της Attica Bank, μεταξύ άλλων,- η οποία
παρά το σχετικά μικρό μέγεθος της, διαθέτει την παρουσία
ενός ισχυρού μετόχου και θετικά ίδια κεφάλαια.
Με αυτά επιστρέφουμε πάλι στα ερωτήματα που αφορούν
στην επόμενη μέρα της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Ποιες μπορεί να είναι οι επιδράσεις στην οικονομία; Θα είναι
εφικτό να χορηγηθούν δάνεια; Πιστεύουμε πως, όποιες και να
είναι οι απαντήσεις δεν τοποθετούν το πρόβλημα σωστά. Τα
νέα κεφάλαια μπορούν σε μικρό βαθμό να λειτουργήσουν ως
«ένεση» ρευστότητας. Είναι απαραίτητη η διασφάλιση τους
προκειμένου οι τράπεζες να θεωρούνται αξιόχρεες και αξιόπιστες
ώστε να είναι αποδεκτές και πάλι στις διεθνείς χρηματαγορές. Η
ρευστότητα θα έρθει από εκεί. Σίγουρα τα μετρητά στο ταμείο
δεν είναι αποδοτικά, όμως η εξασφάλιση της επάρκειας είναι
ισχυρό κίνητρο για μια συντηρητική, τελικά, τακτική.
Οι τράπεζες πρέπει να εξασφαλίσουν την κεφαλαιακή τους
επάρκεια και να αλλάξουν μεθόδους και βέλτιστες πρακτικές
για να γυρίσουν στην κερδοφορία και τις διεθνείς αγορές.
Βέβαια για να γίνει αυτό γρήγορα πέρα από τα νέα κεφάλαια
πρέπει να εκμηδενιστεί ο κίνδυνος χρεοκοπίας για τη χώρα
και να αυξηθεί σημαντικά η καταθετική βάση. Αυτός είναι ο
σύγχρονος τραπεζικός γρίφος…
«
Θεόδωρος Ν. Κρίντας
Διευθύνων Σύμβουλος, Attica Wealth
Management
Αντιπρόεδρος, Ένωση Θεσμικών
Επενδυτών