Στρατηγικές
35
Δ2)
Η γραμμή κεφαλαιαγοράς και ο συντελεστής βήτα
»
Η ερμηνεία του κινδύνου και η διάκρισή του σε συστηματικό
και μη συστηματικό είναι σημαντική. Πρώτος λόγος είναι η
σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον κίνδυνο και την απόδοση
του χαρτοφυλακίου. Όσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή των
μετοχών των οποίων ο συντελεστής κινδύνου είναι υψηλός,
τόσο μεγαλύτερος θα είναι και ο συνολικός κίνδυνος του
χαρτοφυλακίου, αλλά και τόσο μεγαλύτερη θα είναι η δυνητική
του απόδοση, δηλαδή η αποζημίωση του επενδυτή με
υψηλότερα κέρδη.
Ένας δεύτερος λόγος για τη διάκριση των κινδύνων
συνίσταται στο γεγονός ότι οι επενδυτές έχουν διαφορετικές
χρηματοοικονομικές γνώσεις και ξεχωριστές πληροφορίες με
αποτέλεσμα να διαφοροποιείται η ερμηνεία των οικονομικών
στοιχείων και η αξιολόγηση της ποιότητας των οικονομικών
επιδόσεων των εισηγμένων εταιριών. Το γεγονός αυτό
τους οδηγεί σε διαφορετικές προβλέψεις για την πορεία της
αγοράς, με αποτέλεσμα να διαρθρώνουν τα χαρτοφυλάκιά
τους με μετοχές διαφορετικών εταιρειών και κλάδων δηλαδή με
διαφορετικό συντελεστή κινδύνου.
Διάγραμμα 1: Ο μαθηματικός τύπος υπολογισμού
του βήτα μιας μετοχής
Ο συντελεστής βήτα μετράει το βαθμό με τον οποίο
οι αποδόσεις μιας μετοχής (rα) συνδιακυμαίνονται με τις
αποδόσεις του χαρτοφυλακίου αγοράς (rΜ), την απόδοση
δηλαδή μιας μετοχής σε σύγκριση με την απόδοση της
αγοράς, που ορίζεται από την πορεία του δείκτη αγοράς του
κάθε χρηματιστηρίου. Ο δείκτης αγοράς, ο οποίος μετρά
την επίδοση της συγκεκριμένης αγοράς, έχει εξ’ ορισμού
συντελεστή βήτα ίσο με τη μονάδα. Αυτό σημαίνει ότι μια
μετοχή με συντελεστή βήτα 1,3 θα μεταβάλλεται κατά 1,3% για
κάθε μεταβολή του δείκτη ίση με 1% ή θα μεταβάλλεται κατά
13% για κάθε μεταβολή του δείκτη ίση με 10%. Απαραίτητη
προϋπόθεση, βέβαια, για την ορθή εξαγωγή του βήτα, είναι
ένας αντιπροσωπευτικός δείκτης.
Η διαφοροποίηση του κινδύνου (diversification effect) σε
ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών επιτυγχάνεται όταν, συνδυάζοντας
μετοχές διαφορετικού κινδύνου και προσδοκώμενης απόδοσης,
όπως π.χ. μετοχές από διαφορετικούς κλάδους, καταφέρουμε
να περιορίσουμε το μη συστηματικό (διαφοροποιήσιμο)
κίνδυνο του χαρτοφυλακίου. Όσο μικρότερος είναι δηλαδή ο
συντελεστής συσχέτισης μεταξύ των μετοχών, τόσο μικρότερος
είναι και ο συνολικός κίνδυνος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός
ότι οι τυχαίες μεταβολές στην απόδοση του ενός αξιογράφου
αντισταθμίζονται από τις τυχαίες μεταβολές στην απόδοση του
άλλου αξιογράφου, έτσι ώστε να διασπείρεται ο κίνδυνος για
το συνολικό χαρτοφυλάκιο. Ο συντελεστής συσχετισμού των
αποδόσεων των αξιογράφων που απαρτίζουν το χαρτοφυλάκιο
μπορεί να λάβει τιμές από -1 έως 1. Όταν, δε, ο συντελεστής
αυτός έχει θετική συσχέτιση μονάδας (είναι δηλαδή ίσος με
1), τότε ο κίνδυνος δεν εξουδετερώνεται, καθώς οι τυχαίες
μεταβολές στις αποδόσεις των αξιογράφων του χαρτοφυλακίου
συγκλίνουν στην πορεία τους μέσα στο χρόνο.
Η εξαγωγή του συντελεστή βήτα μπορεί να γίνει είτε
διαγραμματικά, είτε με στατιστικές παρατηρήσεις πάνω στην
απόδοση (π.χ. ημερήσια) ενός αξιογράφου σε σχέση με την
απόδοση (στην αντίστοιχη χρονική βάση) της αγοράς για μια
συγκεκριμένη περίοδο. Το δεύτερο μπορεί να καταστεί εφικτό
ιδιαίτερα εύκολα μέσω των διαφόρων προγραμμάτων που
κυκλοφορούν στην αγορά.
Μετοχές με υψηλό συντελεστή beta θεωρούνται ως πιο
ευαίσθητες στις απότομες μεταβολές της αγοράς, και τούτο διότι
όσο εύκολα μπορούν να αποκομίσουν κέρδη, τόσο εύκολα (και
πολλαπλασιαστικά της αγοράς) μπορούν να τα απολέσουν.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι εν λόγω μετοχές να λογίζονται
ως μετοχές υψηλού κινδύνου. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η
κλίση της χαρακτηριστικής γραμμής είναι πιο απότομη (όπως
της μετοχής Α στο σχετικό διάγραμμα). Οι συντελεστές beta
μπορούν να λάβουν είτε θετική είτε αρνητική τιμή, αλλά ως επί
τω πλείστον η τιμή τους είναι θετική. Το εύρος της διακύμανσής
τους είναι τις περισσότερες φορές μεταξύ του 0,5 και του 2,0.
O συντελεστής βήτα ενός χαρτοφυλακίου μπορεί να
υπολογιστεί παρομοίως είτε με στατιστικές παρατηρήσεις
(μέθοδος παλινδρόμησης), είτε ως σταθμικός μέσος όρος των
βήτα των επιμέρους μετοχών που απαρτίζουν το χαρτοφυλάκιο.
Ένα τέτοιο παράδειγμα δίδεται παρακάτω:
Ο επενδυτής επιθυμεί να υπολογίσει τον κίνδυνο δύο
χαρτοφυλακίων της, Α και Β. Κάθε χαρτοφυλάκιο περιέχει 5
μετοχές, των οποίων η συμμετοχή στο αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο
και οι συντελεστές βήτα φαίνονται στο σχετικό πίνακα.