Βασικά
          
        
        
          
            61
          
        
        
          διάγραμμα 1 τοποθετείται στη συνέχεια στο κέντρο του
        
        
          διαγράμματος 2).
        
        
          Αυτό υπονοεί ότι η μέτρηση ενός κενού μεταξύ των δύο
        
        
          καμπυλών και ειδικά η μεταβολή του με την πάροδο του
        
        
          χρόνου παρουσιάζει μια κατάλληλη μετακίνηση αυτών των
        
        
          καμπυλών. Ωστόσο, για όλες τις καμπύλες υπάρχουν τρεις
        
        
          στιγμή) και συνδυάζει τη λειτουργία δύο παραμέτρων: του
        
        
          χρόνου και του σημείου αναφοράς (αλλαγή ποσοστού %).
        
        
          Επομένως, στην περίπτωση του συναλλάγματος, μια
        
        
          τυχαία μεταβλητή αντιστοιχεί στο δείκτη ενός «συναλλάγματος
        
        
          αναφοράς» και αποτελείται από διάφορα ζεύγη συναλλαγμάτων
        
        
          που έχουν ως αριθμητή ή παρονομαστή το «συνάλλαγμα
        
        
          βάσης».
        
        
          Στη συνέχεια, για κάθε ζεύγος
        
        
          συναλλαγμάτων που χρησιμοποιείται σε
        
        
          έναν δείκτη, χρειάζεται να τεθούν όλοι οι
        
        
          υπολογισμοί από ένα ορισμένο χρονικό
        
        
          σημείο, που σημαίνει ότι ο δείκτης είναι
        
        
          ο αριθμητικός μέσος όρος όλων των
        
        
          τιμών απόδοσης που σχετίζονται με
        
        
          τέτοια ζεύγη συναλλαγμάτων σε μία
        
        
          δεδομένη στιγμή στην αγορά.
        
        
          Για παράδειγμα, το διάγραμμα
        
        
          1 δείχνει ότι στις 5:15 μμ. ο δείκτης
        
        
          EURO απέδιδε σε σχέση με το «σημείο
        
        
          αναφοράς» κατά +0,08 μονάδες, και την
        
        
          ίδια στιγμή ξεπερνούσε το δείκτη USD
        
        
          κατά +0,35 μονάδες.
        
        
          Ωστόσο, θα έπρεπε κάποιος να
        
        
          αγοράσει (βραχυπρόθεσμα) το EURO
        
        
          όσον αφορά την παγκόσμια απόδοση
        
        
          που παρατηρείται; Η απάντηση είναι
        
        
          ΟΧΙ, και η εξήγηση δίνεται παρακάτω.
        
        
          
            Απλουστευμένη
          
        
        
          
            τυπολογία
          
        
        
          
            διαγραμμάτων και μετακινήσεων
          
        
        
          Υπάρχουν πολλοί τρόποι ανάλυσης
        
        
          ενός διαγράμματος απόδοσης. Η πρώτη
        
        
          και άμεση κίνηση είναι ο οπτικός έλεγχος
        
        
          του κενού μεταξύ των δύο καμπυλών.
        
        
          Έπειτα, και αυτό είναι βασικό σημείο,
        
        
          ακολουθεί η αξιολόγηση της εξέλιξης
        
        
          αυτού του κενού με την πάροδο του
        
        
          χρόνου: Ένα κενό που αυξάνεται
        
        
          ή μειώνεται σημαντικά παράγει μια
        
        
          δυνητικά ενδιαφέρουσα συναλλαγή
        
        
          μεταξύ των διαφορετικών δεικτών, τα
        
        
          διαφορετικά συναλλάγματα.
        
        
          Το διάγραμμα 2 παρουσιάζει με
        
        
          ιδανικό τρόπο την περίπτωση ενός
        
        
          κενού που είναι (σχεδόν) σταθερό
        
        
          μεταξύ των καμπυλών: στις 9:00 μμ.
        
        
          το ζεύγος EUR/USD δεν πρόσφερε
        
        
          δυναμική για εκτέλεση συναλλαγής
        
        
          σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (το κενό
        
        
          που μετρήθηκε στις 5:15 μμ. στο
        
        
          Στις 9:00 μμ. το ζεύγος EUR/USD δεν πρόσφερε δυναμική εκτέλεσης συναλλαγής σε
        
        
          βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (το κενό μετρήθηκε στις 5:15 μμ.).
        
        
          Πηγή: highwave360.com
        
        
          Δ2)
        
        
          Quasi-Constant κενό μεταξύ των δύο καμπυλών
        
        
          Η απόδοση μιας τυχαίας μεταβλητής μετριέται σε σχέση με ένα «σημείο αναφοράς» (η
        
        
          πραγματική αξία της μεταβλητής βάσης 100, σε μία δεδομένη στιγμή) και συνδυάζει τη
        
        
          λειτουργία δύο παραμέτρων: του χρόνου και της αλλαγής ποσοστού (%) του σημείου
        
        
          αναφοράς.
        
        
          Πηγή: highwave360.com
        
        
          Δ1)
        
        
          Υψηλή και χαμηλή απόδοση δεικτών